- πενηνταράκι
- το1. βάρος ή όγκος 50 δραμιών.2. κέρμα 50 λεπτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πενηνταράκι — το [πενηντάρι] 1. παλαιό μέτρο χωρητικότητας ίσο με πενήντα δράμια υγρού, αλλ. πενηντάρι 2. μεταλλικό κέρμα αξίας πενήντα λεπτών, το μισό τής δραχμής … Dictionary of Greek
πεντηκοντάλεπτο — το νόμισμα αξίας πενήντα λεπτών, δηλαδή το μισό τής δραχμής, το πενηνταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λεπτό] … Dictionary of Greek
πενηντάρι — το 1. χαρτονόμισμα 50 ευρώ. 2. βάρος ή όγκος 50 δραμιών, πενηνταράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)